- σκληρόβιος
- -ον, Μαυτός που διάγει σκληρό, τραχύ βίο, που ζει μέσα σε κακουχίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + βίος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκληρόβιον — σκληρόβιος leading a hard life masc/fem acc sg σκληρόβιος leading a hard life neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληροβίου — σκληρόβιος leading a hard life masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek
σκληροβίοτος — ον, Α σκληρόβιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + βίοτος «βίος» (< βίος* + επίθημα τος)] … Dictionary of Greek
σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek